εκπεπταμενως

εκπεπταμενως
    ἐκπεπταμένως
    [part. pf. к ἐκπετάννυμι См. εκπεταννυμι] безудержно, неумеренно
    

(εὐφραίνεσθαι Xen.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εκπεπταμενως" в других словарях:

  • ἐκπεπταμένως — extravagantly indeclform (adverb) ἐκπετάννυμι spread out perf part mp masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκ — και (πριν από φωνήεν) εξ και (σε σύνθεση) ξε (AM ἐκ, ἐξ) πρόθεση που συντάσσεται με γενική και ισοδυναμεί με την από + αιτιατική ο πλήρης τύπος τής πρόθεσης είναι εκ(ς), το ς μεταξύ δύο φωνηέντων αποβάλλεται σε σύνθεση και πριν από τα γράμματα β …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»